- ελελίζω
- (I)ἐλελίζω (Α)1. περιστρέφω2. (για στρατό) αναγκάζω να στραφεί και ν' αντιμετωπίσει τον εχθρό3. (για φίδι) κινούμαι ελικοειδώς, περιτυλίσσομαι4. σείω, τραντάζω5. παθ. σείομαι, τρέμω6. (για μουσικό όργανο) χτυπώ τις χορδές.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ελελίζω, με σημασία «κραυγάζω από πόνο» αλλά και «βγάζω πολεμική κραυγή», < ελελεύ και με επίδραση τού ελελίζω (2) «δονώ, σείω» κατέληξε να σημαίνει και «πάλλω». Ο τ. τής Σαπφούς ελελύσδω —με εναλλασσόμενο τ. ολολύσδω—φέρεται ως παράλληλος τ. τού ελελίζω].————————(II)ἐλελίζω (Α)1. φωνάζω ελελεύ, αλαλάζω2. βγάζω κραυγή πόνου, θρηνώ3. (για αηδόνι) τραγουδώ θρηνητικά4. αφήνω ήχο, χτυπώ.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστωτικός τ. ελελίζω και ο εύχρηστος αόριστος ελελίξαι συνδέονται με αρχ. ινδ. rejate «τρέμω», rejati «θέτω σε κίνηση, σείω», γοτθ. laikan «πηδώ, χοροπηδώ», λιθ. laigyti «τρέχω» και ανάγονται σε ρίζα *lig-, μηδενισμένη βαθμίδα τής αρχικής IE *leig- «σείω, σείομαι». Ο αναδιπλασιασμός -λε-, πιθ. εκφραστικός, θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως αναδιπλασιασμός αορίστου, ενώ το αρχικό -ε- θεωρείται προθηματικό].
Dictionary of Greek. 2013.